- σκιάδι
- το1.είδος καπέλου.2. ομπρέλα για τον ήλιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σκιάδι — Σκιάδις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάδι — σκιάς canopy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουμέρκι — το 1. τελωνειακός δασμός που εισέπρατταν οι Βυζαντινοί για τα εισαγόμενα προϊόντα, το κομμέρκιον* 2. παροιμ. «ο βλάχος, αν δεν τού πάρουν το σκιάδι, δεν πλερώνει το κουμέρκι» λέγεται γι αυτούς που αντιστέκονται στην εκτέλεση αναπόφευκτων πράξεων … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σκιάδα — Ημιορεινός οικισμός (110 κάτ., υ ψόμ. 220 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / σκιάς, άδος, ΝΑ 1. καθετί που χρησιμεύει για προφύλαξη από τον ήλιο, για σκιά 2. ομπρέλα για τον ήλιο,… … Dictionary of Greek
σκιάδιο — το / σκιάδιον, ΝΜΑ, και σκιάδι Ν, και σκιάδειον ΜΑ [σκιά / σκιάς, άδος] 1. ομπρέλα, αλεξήλιο 2. πλατύγυρο καπέλο 3. βοτ. είδος βοτρυώδους ταξιανθίας νεοελλ. ζωολ. διαφανής ζελατινώδης δίσκος ή ομπρέλα, που αποτελεί το αποστρογγυλωμένο μέρος τού… … Dictionary of Greek